- μόσχος
- ο1) телёнок; 2) зоол, кабарга; 3) см. μόσκος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μόσχος — 1 young shoot masc nom sg μόσχος 2 calf masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μόσχος — young shoot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
μόσχος — ο 1. το μικρό της αγελάδας, το μοσχάρι. 2. το ζώο που βγάζει την ομώνυμη αρωματική ουσία, ο μόσκος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόσχω — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc/acc dual μόσχος 1 young shoot masc gen sg (doric aeolic) μόσχος 2 calf masc nom/voc/acc dual μόσχος 2 calf masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχε — μόσχος 1 young shoot masc voc sg μόσχος 2 calf masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοι — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc pl μόσχος 2 calf masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοιο — μόσχος 1 young shoot masc gen sg (epic) μόσχος 2 calf masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοις — μόσχος 1 young shoot masc dat pl μόσχος 2 calf masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοισι — μόσχος 1 young shoot masc dat pl (epic ionic aeolic) μόσχος 2 calf masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχον — μόσχος 1 young shoot masc acc sg μόσχος 2 calf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)